- ξεπικρίζω
- 1. χάνω την πικράδα μου2. κάνω κάτι να χάσει την πικράδα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + πικρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεπικρίζω — ξεπικρίζω, ξεπίκρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεπικρίζω — ξεπίκρισα, ξεπικρίστηκα 1. μτβ., βγάζω, αφαιρώ την πίκρα πράγματος, κάνω κάτι να μην είναι πικρό. 2. αμτβ., αποβάλλω την πικρή μου γεύση: Οι ελιές ξεπικρίζουν με το ξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)